Εικαστικές Μαρτυρίες

1999, Σπίτη της Κύπρου, Αθήνα
Κώστας Σταυρόπουλος
Τεχνοκριτικός

Το έργο της Σπυριδούλας Πολίτη αναγνωρίζεται από τη μεταφυσική του εικαστικού αισθήματος, κυριαρχημένο από τους δραματικούς ήχους, κορυφαία φωνή στον εικαστικό λόγο με αστρική μοναξιά στο απέραντο κενό. Ένα κενό παραδαρμένο από αβεβαιότητες, κατάλληλο να χωρέσει η πολυσημία της συλλογικής και της ατομικής έκφρασης με πλεονάζοντα αισθητικά εφόδια και ψυχοδιανοητικά νάματα του εφυούς εικαστικού ενστίκτου.

Η καινούργια δουλειά της Σπυριδούλας Πολίτη βρίσκεται πιό κοντά στο ίχνος και για να σταθεί συγκινησιακά, αισθητικά, εκφραστικά κι επικοινωνιακά χρειάζεται μεγάλη δόση εξάρτησης από το διαχρονικό λυρικό εικαστικό ποιητικό της αίσθημα. Ο ποιητικός εικαστικός λόγος των μορφών της παρουσιάζει, αυτή τη στιγμή, σχέση ερωτικής χημίας με τους λυρικούς στίχους του Νάξιου Αρχίλοχου και των δραματικών εσωτερικών στίχων του Ευριπίδη.

Μέσα απ’ αυτά τα δύο σημαντικά στοιχεία αυτοβιογραφείται και δρομολογείται ο λόγος της ζωγράφου που άλλοτε φοράει παπούτσια μπαλέτου, φορέματα και ιμάτια ευαίσθητα του ονείρου κι άλλοτε αλλάζει αμφίεση φορώντας τα ματωμένα ρούχα της πικρής μικρασιατικής προσφυγιάς, καλοστημένη στις πικρές εικαστικές συνθέσεις της –ιωνικές κολώνες- ταυτισμένες με το μύθο και το δραματικό λόγο εκείνου του τόπου με ιστορία και πλούσια πολιτισμική γεωμετρία.

Οι εικόνες – λέξεις στον εικαστικό λόγο της Σ. Πολίτη λειτουργούν σαν εννοιολογικές οντότητες εικάσματος και υφαίνουν πυκνά τον καμβά των εικαστικών συνθέσεών της. Το τοπίο και το πεδίο δράσης κι ενόρασής της προβάλλει κατάλληλος χώρος συντριβής των οριστικών πεποιθήσεων του αφοριστικού και του ρητορικού εικαστικού λόγου. Φανερό είναι και το τρίτο παράλληλο στοιχείο στη δουλειά της, η επιλογή κι η επένδυση, εισηγούμενη η καλλιτέχνης το απλό λευκό υλικό, τον στόκο.

Μέσα απ’ αυτό το υλικό και το χρώμα βρίσκει διόδους έμπνευσης και τρόπους απόδρασης από το βαρύ εικαστικό κλίμα φιλολογισμού της συντηρητικής ακαδημαϊκής γραφής. Είναι μια αγωνία αυτοκάθαρσης, προκειμένου να βρει την πηγή της πρωτογενούς πράξης που θα την απαλλάξει ενδεχομένως από τις συνήθειες και τους εγκλεισμούς στον ακινητοποιημένο εικαστικό λόγο. Δεν προτείνει επαναστατικές ανατροπές συλλογικού ή κινηματικού χαρακτήρα.

Προχωρεί αυτοβούλως σε μορφοπλαστικές απελευθερώσεις κι εδώ κάπου φαίνεται να κολλάει η λέξη “αυτοκάθαρση” νοηματικά, εκφραστικά και καλλιτεχνικά.

Η Σ. Πολίτη λειτουργεί στην ευημερία και στα μεγέθη του εικαστικού ποιητικού λόγου του καιρού μας, επιλέγοντας με έφεση τις δικές της αιχμές αυτοσυστεγασμένες στο ιερό της Αφαία, αφιέρωμα στο φως και στα χρώματα, ποιητική έφοδος στα μύχια του ευριπίδειου δραματικού εικαστικού λόγου. Έτσι τακτοποιημένο το έργο της αυτοεξυπηρετείται και δεν χρειάζεται τη διαμεσολάβηση του γραπτού κριτικού αναλυτικού λόγου. Έχει αφεθεί αφεαυτού της στις προσεγγίσεις της κατανόησης και πρόσληψης των μηνυμάτων της έκθεσης και της τέχνης του καιρού μας.