Η υλικότητα του μη πραγματικού
2002-Γκαλερί 7, Αθήνα
Κατερίνα Κοσκινά
Ιστορικός Τέχνης – Μουσειολόγος, πρώην διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Αθηνών.
Η σχέση που έχει αναπτύξει η Σπυριδούλα Πολίτη με την ύλη των έργων της είναι ιδιαίτερη. Έχοντας από την αρχή απαρνηθεί την πρόκληση της κατά μίμηση αναπαραγωγής της εικόνας, οδηγήθηκε σε μια καθαρά πλαστική αντιμετώπιση της ύλης της ζωγραφικής επιφάνειας. Οι επιφάνειές της, δουλεμένες αργά και με μια χρονοβόρα και σύνθετη τεχνική, της επιτρέπουν μια κατάδυση στον εσωτερικό της κόσμο.
Αυτοαναλυόμενη έτσι δια της “χειροτεχνίας”, συμμετέχει τόσο με το σώμα της, (κίνηση επαναληπτική για να επιτευχθεί η διαστρωμάτωση των επιφανειών του χρώματος και του στόκου), όσο και με το υποσυνείδητό της στη δημιουργία του πίνακα. Άλλωστε, για τη Σπυριδούλα Πολίτη όλα τα πράγματα που θεωρεί έργα τέχνης έχουν να κάνουν με την ίδια τη λειτουργία της τέχνης, ξεκινώντας από την ιδέα, τις καταγεγραμμένες στη μνήμη εικόνες, τις φανταστικές εικόνες, έως το τελικό προσφερόμενο οπτικό αποτέλεσμα. Έτσι τα έργα της είναι μεν αποτελέσματα των προσωπικών προβολών της, των “έχω” και των “θέλω” της, αλλά είναι και η σωματοποίηση των κινήσεών της κατά τη διάρκεια μιας δημιουργικής διαδικασίας που, όπως προαναφέρθηκε, έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με τη διαδικασία της ενδοσκόπησης.
Πλάθοντας το υλικό της και μεταμορφώνοντάς το σε φορέα μηνυμάτων και αποσπασματικών εικόνων με ιδιαίτερη σημασία, μαρτυράει τις ανάγκες και εκφράζει τα ερωτήματα της ζωής της. Ποιάς ζωής όμως; Αυτής που δεν έζησε και θα ήθελε να ζήσει: του παρελθόντος, των ονείρων, της φαντασίας, του μη πραγματικού. Έτσι είναι ελεύθερη να μην υπακούει πια στους κανόνες της λογικής και να ανατρέπει τα γεγονότα, δημιουργώντας παράδοξες εικόνες, όπως αυτή της θερμάστρας σε ζεστό καιρό ή αυτή της αναγωγής σε έργο τέχνης της απλής κίνησης καθαρισμού ενός πορτοκαλιού.
Η Σπυριδούλα Πολίτη ακουμπώντας στα βιώματά της μιλάει με ειλικρίνεια για την τέχνη της, φτιάχνοντας με ελλειπτικές και αποσπασματικές εικόνες ευρύτερων και πιο πολύπλοκων καταστάσεων ένα χρονικό της δικής της ζωής, που, από τη στιγμή που πραγματώνεται σε έργο, δεν μπορεί παρά να είναι κι αυτή πραγματική. Τροποποιώντας τα βιώματά της σύμφωνα με τους πόθους και τις επιθυμίες της, πετυχαίνει να ισορροπεί ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Στην προσπάθειά της αυτή επιστρατεύει τη φωτογραφία, που εντείνει την αίσθηση της αλήθειας και της μονιμότητας, και τις γραπτές φράσεις που, αντί να αποσαφηνίζουν, συνηγορούν με το περιεχόμενό τους στην παράταση ενός παραδόξου παιχνιδιού.