Back to the Matrix
2014 – Δήμος Αθηναίων, Κέντρο Τεχνών, Πάρκο Ελευθερίας, Αθήνα.
Ρεγγίνα Αργυράκη
Επιμελήτρια , Καθηγήτρια Πανεπιστημίου, Φιλοσοφίας της Τέχνης
Πίσω όμως από τούτη την πρώτη εντύπωση η καλλιτέχνις προτείνει επίμονα και διαχειρίζεται μερικά από τα σοβαρότερα ζητούμενα του ύστερου Μοντερνισμού. Για την ακρίβεια αντιμετωπίζει: α. Το πρόβλημα του βάθους δίχως να επιστρατεύονται οι ευκλείδειες λύσεις της Αναγέννησης. β. Την παραμόρφωση όχι ως θεματικό σχόλιο, αλλά ως καίρια οπτική πληροφορία. γ. Την ένθεση λέξεων ή και προτάσεων όχι ως αποκλειστικά εννοιακό datum, αλλά ως λετρισμό με ουσιαστική δομική θέση στην σύνθεση.
Οι λύσεις της δημιουργού είναι τολμηρές, χωρίς εύκολους εντυπωσιασμούς και συνδιαλέγονται εφευρετικά με τα μεθοδολογικά εργαλεία των εικαστικών της προγόνων. Η Πολίτη καταργεί το βάθος εντελώς και δεν καταφεύγει σε faint out τύπου Rembrandt ή σε επάλληλες χρωματικές περιοχές τύπου Θεοτοκόπουλου. Το σχέδιο είναι το δυνατό στοιχείο που ορίζει τα συμπαγή στο πλαίσιο ενός σχεδόν εξαφανισμένου περιέκτη, συνήθως λευκού ή κενού. Ένα σχέδιο καθαρό, απαλλαγμένο από σκιάσεις, μικρές γραφές ή chiaroscuro, με μετρημένες επακριβώς τις αποστάσεις μεταξύ γραμμών συγκεκριμένου πάχους, ώστε αυτές να οριοθετούν τα σώματα, τα κτήρια, τα ζώα ή τα μοτίβα. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Picasso ανάγει το σχέδιο σε αυτόνομη ζωγραφική στα Ερωτικά, στους Μινώταυρους ή στο Νυχτερινό Ψάρεμα.
Οσάκις η Πολίτη παραμορφώνει, στην πραγματικότητα αναιρεί ένα κομμάτι αναμενόμενης συνέχειας του σχεδίου και το υποκαθιστά με χρώμα έτσι, ώστε η αφήγηση να κορυφώνεται σε μια τονική έκπληξη και το painterly να ανατρέπει εντελώς περιστασιακά, αλλά καίρια το linear. Η εξαιρετικά μελετημένη επιλογή του χρώματος επιτυγχάνει άμεση και ισχυρή αναφορά στο σχόλιο, όπως στην περίπτωση του Ύμνου στον Botticelli. Εν προκειμένω μάλιστα η δύναμη της αναφοράς υπερβαίνει και το γεγονός της κατάργησης των βασικών αναγεννησιακών συμβάσεων.
Τέλος οι λετρισμοί της είναι μεν ένα περιφερειακό σχόλιο, όμως η θέση, το σχήμα, η ποσόστωση, η πινελιά και το χρώμα τους ανάγουν σε δομικό στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ, με αποτέλεσμα ακόμα και ένας αντιλήπτορας μη γνώστης της γλώσσας να μπορεί να προσλάβει το οπτικό ζήτημα που τίθεται στα έργα, δίχως απώλειες.
Ωστόσο, αυτό που αξίζει να παρατηρήσουμε στα έργα της Πολίτη είναι η εμμονή στον ρόλο του περιέκτη, είτε αυτός αποτελείται από ένα τεράστιο σεντόνι, ή από ένα στοκαρισμένο πολυδουλεμένο τελάρο. Τούτη η προσεκτικά επιλεγμένη επιφάνεια λειτουργεί ως μήτρα παραγωγής εικόνων που ακουμπούν πάνω της ανενόχλητες από τον πραγματικό τρισδιάστατο κόσμο μας, αλλά και απαλλαγμένες από την υποχρέωση της τρισδιάστατης οφθαλμαπάτης που ευαγγελίζεται η αναμενόμενη ζωγραφική καβαλέτου. Το αποτέλεσμα είναι ένα υφέρπον, όμως επίμονο ερώτημα που αγκιστρώνει τον θεατή. Όχι το «πώς βλέπω;» με το οποίο ο Μοντερνισμός στοχεύει στην ενεργητική όραση, αλλά το «πώς σχηματίζω σκέψεις;» με το οποίο δημιουργοί, όπως η Πολίτη, συνδέουν αναπόδραστα τα αντιληπτικά εισερχόμενα (perceptual inputs) με τα εννοιακά εξερχόμενα (conceptual outputs) ως ποιητικό τους αίτιο (causa ponens) και δωρίζουν μια νέα διάσταση στο γνωστικό πεδίο της Νευροαισθητικής (Neuroaesthetics). Και μόνον αυτό αρκεί για να κατατάξη την Σπυριδούλα Πολίτη ανάμεσα στους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς της.