N. Smyrni–N. Kosmos

2011 – Γκαλερί Fizz, Αθήνα
Χάρης Σαββόπουλος
Ιστορικός και Κριτικός Τέχνης 

… «Με το όνειρο και το παραμύθι οραματίζομαι ένα κόσμο…» γράφει η Σπυριδούλα Πολίτη. Παιδί της χαμένης γενιάς της μεταπολίτευσης κι αυτή. Δεν ξέρω αν θα έλεγε τα ίδια λόγια εκεί γύρω στις αρχές της δεκ. του 1980. Προφανώς όχι, αλλά ακόμα και αν σκεφτόταν παρόμοια, τα όνειρα και τα παραμύθια θα ήταν διαφορετικά. Οι δράκοι θα ήταν δράκοι και οι ήρωες θα ήταν ήρωες. Αρκεί να επιστρέψει κανείς στο έργο της κάπου στα τέλη του ’80 και τις αρχές του ’90 (της ζωγραφικής, προηγήθηκαν σπουδές μουσικής) για να διαπιστώσει ότι το θεμέλιο στην καλλιτεχνική της αναζήτηση είναι το μίγμα ευαισθησίας και οράματος που υλοποιείται με εικόνες και συνθέσεις οι οποίες έχουν, λογικό άλλωστε, προσανατολισμό στη γλώσσα που αφηγείται και καταγράφει. Η αδιαμόρφωτη ευαισθησία και η ασάφεια του ονείρου (μας τρομάζουν τα σαφή όνειρα!!) είναι οι καλοί δείκτες στην περίπτωση της Πολίτη, γιατί την οδηγούν στην υπέρβαση του μέτρου. Ένα ισχυρό πλήγμα σε ότι την δένει με το παρελθόν, άλλωστε ποτέ δεν υπερβαίνεις ουσιαστικά κάτι, όταν αυτό δεν είναι κτήμα σου και δε σου ανήκει. Στη συνέχεια απελευθερωμένη από τις συμβάσεις, που είναι στην ουσία απότοκοι της λειτουργίας του μέτρου (αίσθηση του χώρου – χρόνου), επιλέγει μια αποφασιστική χειρονομία στη ζωγραφική επιφάνεια, που ταυτόχρονα είναι και το πέρασμα του δικού της Ρουβίκωνα. Η Σπ. Πολίτη αποφασίζει να αντικαταστήσει το χρώμα, σε μεγάλες περιοχές της εικόνας της με αντικείμενα χειρόπλαστα, κούκλες συγκεκριμένα στην πλειοψηφία τους, αντικείμενα – ταυτότητας, δακτυλικά αποτυπώματα του φύλου και των κοινωνικών συμβάσεων που μας διαπαιδαγώγησαν. Το υλικό τους έρχεται επίσης από τα παλιά. Σεντόνια της προίκας της (!!!) ένα παλιό μπλουζάκι, βελόνια και κλωστές.

Δε νομίζω ότι έχει σημασία να αξιολογήσει κάνεις το εύρημα, γιατί σίγουρα δεν πρόκειται περί αυτού. Η μάλλον, όλα δείχνουν ότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός της καλλιτέχνιδας, να τοποθετήσει δηλαδή χειρόπλαστα αντικείμενα στη ζωγραφική επιφάνεια, γιατί έτσι θα τα σταματούσε στην αδιαφάνεια και τη διακοσμητική λειτουργία τους.

Τα αντικείμενα αυτά, τοποθετούνται θεατρικά, σαν πολυπρόσωπες αναγεννησιακές συνθέσεις, είναι όμως φανερό ότι συνθετικά μάλλον δεν έχουμε μια δομική διευθέτηση, αλλά μια εισβολή. Δεν είναι για παράδειγμα η περίπτωση της επεξεργασίας σημείων και συμβόλων που τοποθετεί στην εικόνα της η Faith Ringgold, γιατί η Αφροαμερικανή καλλιτέχνιδα παραπέμποντας με την εργασία της σε γυναικείες υποχρεώσεις και δουλειές όπως ράψιμο, κέντημα, διακόσμηση κ.τ.λ. επεδίωκε ταυτόχρονα δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι επιλέγοντας τη γλώσσα των γυναικείων ενασχολήσεων σε μια παραδοσιακή και κλειστή κοινωνική ομάδα, εξιστόρησε τις μνήμες από την παιδική της ηλικία στο Χάρλεμ με ένα είδος μαλακής γλυπτικής, και το άλλο, είναι η επίκληση στο κοινό να μοιραστεί μαζί της αγαπημένες στιγμές, πρόσωπα και καταστάσεις ή να συγκρουστεί με προλήψεις και κοινωνικές διακρίσεις που συνθλίβουν τη γυναίκα μέσα και έξω από την κοινότητα των έγχρωμων Αμερικανών.

Η Σπυριδούλα Πολίτη αντίθετα κατασκευάζοντας ομοιώματα – κούκλες και θέλει να τις ράψει με τραυματικές, π.χ. κόκκινες ραφές, αδρές, σκληρές. Στο τέλος τοποθετούνται στη ζωγραφική επιφάνεια σαν αντικείμενα. Λαϊκό πανηγύρι σχεδόν, γαμήλιο γλέντι, μνήμες με ραφές που πονάνε, που εισβάλλουν σαν μπουλούκι ηθοποιών, μουσικών – πανηγυρτζήδων στην επιφάνεια η οποία βρίθει γραμμικών παροξυσμών, θυμωμένων, νοσταλγικών, αφηγηματικών…αισθητικά πολύ μακριά από την προηγούμενη χρωματική της παλέτα. Μακριά επίσης από κυριολεκτικές και ρηματικά εκφρασμένες θέσεις σχετικά τη γυναικεία τέχνη ή αισθητική. Αρκείται να αφουγκραστεί την ταυτότητά της και να την αφήσει να λειτουργήσει αισθητηριακά, αισθητικά αλλά και εικαστικά. Είναι μάλλον, το εξέχον εικαστικό – καλλιτεχνικό ζήτημα που θέτει.

Με τον τρόπο που το θέτει μορφολογικά δημιουργεί πολλές προϋποθέσεις ευθείας και άμεσης ανάγνωσης. Ελαφρά χρώματα, πολύ καλά δουλεμένα. Ξέρουμε τη δυσκολία των χρωμάτων νερού. Απαιτούν εύστοχες, σίγουρες και γρήγορες κινήσεις – αποφάσεις. Είναι πιο απλό όταν απεικονίζεις τοπίο. Αφάνταστα δύσκολο όταν πρέπει να καταγράψεις τα δαιμόνια που αναβλύζουν από μέσα σου. Πως να τα τιθασεύσεις και να τα οργανώσεις σε δομημένη εικόνα. Τα ίδια ισχύουν και για το σχέδιό της. Είναι εικόνες γραμμένες στο χώρο (το λευκό) στις οποίες συχνά συντονίζονται λεκτικοί αυτοσχεδιασμοί – κραυγές, δηλώσεις και αναφορές. Το ανθρώπινο σώμα είναι αέρινο, διάφανο σχεδόν, που ταυτίζεται με το χώρο. Σε μια εποχή που το ανθρώπινο σώμα ανταγωνίζεται το χώρο, επιλέγει την ταυτόχρονη διαλεκτική σχεδόν ύπαρξη και των δύο.

Η παροδική στάση της στο γυναικείο εργόχειρο, στην πρόσφατη ενότητα των έργων της, εκτινάσσεται στην ωρίμανση του εικαστικού λόγου με τη ζωγραφική αυτών των μοτίβων. Το κέντημα ή το ράψιμο είναι ορατά χωρίς να υπάρχουν, τα αποδίδει με τη ζωγραφική της. Η απόδοση, για παράδειγμα, των μοτίβων του Μποτιτσέλι είναι περισσότερο σχέδιο –κέντημα, παρά αφήγηση – εξιστόρηση εικαστικών φράσεων που αναπηδούν από το χρόνο της μνήμης στην οποία αναπαύεται η «Άνοιξη και η Γένεση της Αφροδίτης». Η ζωγραφική γίνεται η προσομοίωση του κεντήματος για να πλαισιώσει το θέμα του άνδρα και της γυναίκας, το θέμα του ζευγαριού. Ό άνδρας και η γυναίκα, ο Αδάμ και η Εύα της Ιστορίας της Τέχνης, το αρσενικό και το θηλυκό στις αρχές της 3ης χιλιετίας είναι ένα ενδιαφέρον θέμα για κάθε καλλιτέχνη.

Πόσο γυναικείο μπορεί να είναι κάτι τέτοιο? Φυσικά και δεν είναι. Δεν είναι το ζήτημα της προσομοίωσης (συχνά οι γυναίκες δεν κεντούσαν μοτίβα αλλά τα αποτυπώνουν με τη μέθοδο του ντεκουπάζ) αλλά περισσότερο η θεματογραφία και η μορφολογική της επεξεργασία που προσανατολίζουν τη σκέψη προς την κατεύθυνση μιας προσωπικής γυναικείας ταυτότητας. Οι μορφές που καταγράφει η Σ. Πολίτη μπορεί να διαγράφονται στο μάτι του θεατή σαν ενστικτώδεις καταγραφές, άμεσες με έντονη συγκινησιακή διαμόρφωση. Όμως η τοποθέτηση των γυναικείων μορφών σε σχέση με τις ανδρικές, οι εκφράσεις τους, οι κεκλιμένες ευθείες του βλέμματός τους στο αρσενικό (οι φιγούρες είναι σχεδόν σα να επαναλαμβάνονται), παραπέμπουν όχι τόσο στο ένστικτο όσο στη διαίσθηση. Τη γυναικεία διαίσθηση.

Το διατυπώνει με διαφορετικά λόγια στην εφημερίδα Τα Νέα της Τέχνης, λέγοντας ότι «…το έργο μου είναι προϊόν έκφρασης και έχει λόγο ύπαρξης. Έχει αισθαντικότητα και όχι κριτική στάση αμφισβήτησης».

Πραγματικά είναι εικόνες – δηλώσεις, εικόνες που αναδύθηκαν και δεν υπογραμμίζουν διαφορές ή συγκρούσεις. Ανέβλυσαν σαν πρισματικές ταυτότητες της Σπυριδούλας Πολίτη. Και βέβαια σαν πρισματικές ταυτότητες δε φιλοδοξούν ούτε να αποδομήσουν τη γυναίκα – καλλιτέχνη, ούτε να επισημάνουν εμβληματικές συμπεριφορές. Προτείνονται σαν δοκίμια του ορισμού της.